θαρρύνω — (AM θαρρύνω, Α και αρχαιότ. τ. θαρσύνω) δίνω θάρρος, εμψυχώνω αρχ. (αμτβ.) έχω θάρρος («ἀλλ , ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αττ. τ. τού θαρσύνω*] … Dictionary of Greek
θαρσύνω — θαρσύνω, νεώτ. αττ. τ. θαρρύνω (Α) 1. εμπνέω θάρρος («θάρσυνον δὲ οἱ ἦτορ», Ομ. Ιλ.) 2. έχω θάρρος («ἀλλ , ὦ φίλη, θάρσυνε», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θαρσύνω προϋποθέτει την ύπαρξη αμάρτ. τ. *θαρσύς, παράλληλα προς το μαρτυρ. θρασύς*. (Ο τ. θαρσύς*… … Dictionary of Greek
θάρσυν' — θάρσυνα , θάρσυνος relying on neut nom/voc/acc pl θάρσυνε , θάρσυνος relying on masc/fem voc sg θάρσῡνε , θαρσύνω encourage pres imperat act 2nd sg θάρσῡναι , θαρσύνω encourage aor imperat mid 2nd sg θάρσῡνα , θαρσύνω encourage aor ind act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)